- αβγοφάγος
- -α, -ο1. αυτός που τού αρέσουν πολύ τα αβγά2. αυτός που τρώει πολλά αβγά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβγολόγος — ο 1. αυτός που αγοράζει αβγά από ορνιθώνες για μεταπώληση 2. αυτός που μαζεύει αβγά από τους ορνιθώνες 3. αυτός που κλέβει αβγά από τους ορνιθώνες 4. αυτός που αγαπάει υπερβολικά να τρώει αβγά, ο αβγοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγό + λόγος < λέγω ( … Dictionary of Greek
αβγουλάς — ο (θηλ. ού) 1. ο πωλητής αβγών, ο αβγοπώλης 2. αβγοφάγος·3. το θηλ. λέγεται ιδιαίτερα για την κότα που γεννά πολλά αβγά … Dictionary of Greek
ωοφάγος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που τρώει πολλά αβγά, που τού αρέσουν τα αβγά, αβγοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + φάγος*] … Dictionary of Greek